Η Ιστορία του Σαπουνιού

Από την Συντακτική Ομάδα

Πρώιμη ιστορία

Το πρώτο μέσο καθαρισμού που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ήταν το νερό. Γι' αυτό και οι προϊστορικοί οικισμοί ήταν χτισμένοι συνήθως σε μέρη που υπήρχε άμεση πρόσβαση σε νερό. Η χρήση άλλων μέσων καθαρισμού εμφανίστηκε με την ανθρώπινη εξέλιξη. Αν και η πραγματική καταγωγή του σαπουνιού δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, ωστόσο κάτι παρόμοιο με το σαπούνι υπήρχε από τη τρίτη χιλιετηρίδα. στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ανακάλυψη του σαπουνιού και η χρήση του ως καθαριστικού δεν έγιναν ταυτόχρονα. Οι αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν το σαπούνι σαν ένα είδος φάρμακου για τις πληγές και σαν καλλυντικό των μαλλιών.
Οι πρώτες καταγραφές στοιχείων για την παραγωγή υλικών που μοιάζουν με σαπούνι χρονολογούνται γύρω στο 2800 π.Χ. στην αρχαία Βαβυλώνα. Ένας τύπος για σαπούνι που αποτελείται από νερό, αλκάλια, και έλαιο κάσιας βρέθηκε "γραμμένη" σε πήλινο δίσκο στη Βαβυλώνα γύρω στο 2200 π.Χ. Ο πάπυρος Ebers (Αίγυπτος, 1550 π.Χ.) δείχνει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λούζονταν τακτικά και συνδύαζαν έλαια ζωικά και φυτικά με αλκαλικά άλατα για να δημιουργήσουν κάτι που έμοιαζε με σαπούνι.
Αιγυπτιακά έγγραφα αναφέρουν ότι ουσία παρόμοια με σαπούνι χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία μαλλιού για ύφανση.
Ακόμη και από τα περίφημα λουτρά της βασίλισσας Κλεοπάτρας της Αιγύπτου το σαπούνι απουσίαζε και τον ρόλο του καθαριστικού είχε μια λευκή άμμος, σαν αλισίβα, με την προσθήκη αιθέριων ελαίων. Αλλά και στα ρωμαϊκά λουτρά δεν χρησιμοποιήθηκε το σαπούνι. Οι Ρωμαίοι αργότερα ανακάλυψαν τις φαρμακευτικές του ιδιότητες αλλά η χρήση του δεν ήταν διαδεδομένη.
Η Αγία Γραφή, Ν. Λούβαρι-Α. Χαστούπη αναφέρει στο εδάφιο Ιερεμίας 2:22: «Αν και πλύνησαι με νίτρον και χρησιμοποιής πολύν σάπωνα». Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι να αμφιβάλλουμε για το αν αυτή η αναφορά παραπέμπει στο γνωστό μας σαπούνι, είτε σε μορφή πλάκας είτε σκόνης είτε σε οποιαδήποτε άλλη μορφή. Μια σύγχρονη μετάφραση των λόγων του προφήτη λέει: «Έπαιρνες για τον εαυτό σου μεγάλες ποσότητες αλισίβας», ένα καθαριστικό με βάση άλκαλι το οποίο διαφέρει πολύ από το σαπούνι που χρησιμοποιούμε σήμερα.


Μύθοι γύρω από το σαπούνι

Σύμφωνα με έναν ελληνικό μύθο, το σαπούνι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από το νησί της Λέσβου. Εκεί γίνονταν θυσίες ζώων στη θεά Άρτεμη. Οι νεροποντές πολλές φορές παρέσερναν τα ζωικά υπολείμματα και τα καμένα λίπη, μαζί με τις στάχτες από τα ξύλα της πυρράς σχηματίζοντας ένα κίτρινο ρυάκι που κατέληγε στο ποτάμι.
Στο ποτάμι που όταν οι νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα τους διαπίστωσαν ότι όταν το νερό γινόταν κίτρινο με την προσθήκη αυτών των υλικών, τα ρούχα καθάριζαν καλύτερα. Σύμφωνα με τον μύθο το σαπούνι πήρε το όνομά του προς τιμήν της ποιήτριας Σαπφούς που έζησε εκείνη την περίοδο και είναι μια παράφραση του ονόματός της.
Υπάρχει και η ιταλική εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία το παραπάνω σκηνικό ελάμβανε χώρα στον ποταμό Τίβερη, στους πρόποδες του όρους Σάπο, όπου έπλεναν τα ρούχα τους οι αρχαίες Ρωμαίες. Το σαπούνι (σάπων) πήρε το όνομά του από το βουνό.
Η λατινική λέξη για το σαπούνι - sapo - εμφανίζεται για πρώτη φορά στο σύγγραμμα Naturalis Historia του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (1ος αι. μ.Χ.), στο οποίο αναφέρεται η παρασκευή του από ζωικό λίπος και στάχτη αλλά ως χρήση του αναφέρεται η αλοιφή για τα μαλλιά, με μάλλον υποτιμητικό σχόλιο πως χρησιμοποιείται περισσότερο από τους άνδρες και λιγότερο από τις γυναίκες στους Γερμανούς και τους Γαλάτες.
Ο Γαληνός (2ος αι. μ.Χ.) περιγράφει την παρασκευή σαπουνιού με τη χρήση αλισίβας και αναφέρει πως χρησιμοποιείται στο πλύσιμο για να παρασύρει τις ακαθαρσίες τόσο από το σώμα όσο και από τα ρούχα. Σύμφωνα με τον Γαληνό, καλύτερα σαπούνια ήταν τα Γερμανικά, με τα Γαλατικά να ακολουθούν. O Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (4ος-5ος αι. μ.Χ.) περιγράφει τόσο το σαπούνι όσο και την παρασκευή του.
Το σαπούνι εμφανίστηκε στην Ευρώπη πιθανότατα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους οι οποίοι το είχαν μάθει από τις Αραβικές φυλές της Αραβικής Ερήμου τις οποίες επίσης είχαν υποτάξει.
Ακόμα, άλλες μεμονωμένες φυλές όπως οι Βίκινγκς και οι Κέλτες το χρησιμοποιούσαν. Γενικά όμως από τον 12ο αιώνα και μετά αρχίζουν να υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία για την ιστορία του σαπουνιού. 

 

Μεσαίωνας - Αναγέννηση

Η Μασσαλία φαίνεται ως η πρώτη περιοχή παραγωγής του, της οποίας η φήμη κράτησε σχεδόν ολόκληρο τον Μεσαίωνα ακολουθούμενη από την Γένοβα, την Βενετία, το Μπάρι και μετά την Καστίλη της Ισπανίας.
Όλες αυτές οι περιοχές είχαν πλούσια παραγωγή ελαιολάδου και ενός φυτού που λεγόταν Barilla με την στάχτη του οποίου γινόταν η αλισίβα. Αυτή η «καινούρια» μέθοδος (τις ανάμειξης του φυτικού λίπους με την αλισίβα) καθιερώθηκε για τους επόμενους αιώνες. Μέχρι που ο Γάλλος χημικός Nicolas Leblanc (1742 – 1806)  ανακάλυψε έναν καινούργιο τρόπο να φτιάχνει την αλισίβα χρησιμοποιώντας το κοινό αλάτι….
Οι σαπωνοποιοί στη Νάπολι είχαν δημιουργήσει συντεχνία κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, ενώ κατά τον 8ο αιώνα η σαπωνοποιία ήταν πολύ γνωστή τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ισπανία. Τα καπιτουλάρια (διατάγματα) των Μεροβιγγείων De Villis, περί το 800 μ.Χ., αναφέρουν το σαπούνι ως ένα από τα προϊόντα που πρέπει να καταγράφουν οι εκπρόσωποι της βασιλικής περιουσίας. Η σαπωνοποιία αναφέρεται τόσο ως "γυναικεία εργασία" αλλά και ως ενασχόληση "ικανών τεχνιτών" στους οποίους εντάσσονταν οι ξυλουργοί, οι κτίστες και οι αρτοποιοί.
Μια από τις πρώτες λεπτομερείς συνταγές για σαπούνι εμφανίζεται σε κάποια συλλογή του 12ου αιώνα με επαγγελματικά μυστικά για τεχνίτες. Στο πέρασμα των ετών, η χημική διαδικασία για την παραγωγή του ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει. Έλαια και λίπη από διάφορες πηγές έβραζαν μαζί με καυστικό αλκαλικό διάλυμα, μια διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται ακατέργαστο σαπούνι. Αυτή η αντίδραση ονομάζεται σαπωνοποίηση.
Στην Γαλλία κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα η ημιβιομηχανική σαπωνοποιία είχε συγκεντρωθεί σε ορισμένα κέντρα της Προβηγκίας, όπως η Τουλόν, η Ιέρ και η Μασσαλία, από τα οποία εφοδιαζόταν όλη η χώρα. Η παραγωγή, μάλιστα, της Μασσαλίας, σε δύο εργοστάσια, έτεινε να εκτοπίσει όλα τα υπόλοιπα κέντρα. Στην Αγγλία η παραγωγή σαπουνιού γινόταν σχεδόν αποκλειστικά στο Λονδίνο
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου του 14ου στη Γαλλία (1638 - 1715), το πλύσιμο με σαπούνι συνδέθηκε με ένα παράδοξο περιστατικό. Λέγετε ότι βασιλιάς Λουδοβίκος καρατόμησε 3 σαπωνοποιούς γιατί είχαν φτιάξει μια πλάκα από σαπούνι που ερέθισε το ευαίσθητο βασιλικό δέρμα του! Μπροστά στην απόγνωση οι εναπομείναντες 4 σαπωνοποιοί ενώθηκαν και εφηύραν μια μέθοδο για να παρασκευάσουν σαπούνι απαλότερο και απαλλαγμένο από βλαβερά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο χρειαζόταν περίπου ένας μήνα για την παραγωγή μιας μόνο πλάκας σαπουνιού!
Μια άλλη ιστορία αναφέρει, το 1672, όταν κάποιος Γερμανός θαυμαστής μιας αριστοκράτισσας της έστειλε ιταλικό σαπούνι σε συσκευασία δώρου, θεώρησε κατάλληλο να εσωκλείσει και λεπτομερείς οδηγίες για τη χρήση αυτού του μυστηριώδους προϊόντος!
Από τον 16ο αιώνα και ύστερα άρχισαν να παράγονται στην Ευρώπη πιο εκλεπτυσμένα σαπούνια, με χρήση φυτικών ελαίων και όχι ζωικών λιπών. Πολλά από αυτά παράγονται ακόμη και σήμερα, είτε από βιομηχανίες είτε από οικοτέχνες.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η ποιότητα του σαπουνιού εξαρτιόταν από τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του. Τον καιρό που η σαπωνοποιία βρισκόταν ακόμη σε υποτυπώδη μορφή χρησιμοποιούσαν στάχτη ξύλων και ζωικά λίπη, και με αυτά τα συστατικά οι πρώτοι άποικοι στις Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαν ένα καφέ, παχύρρευστο, μαλακό σαπούνι για καθημερινή χρήση. Το λιωμένο λίπος βοοειδών και προβάτων ήταν το κύριο συστατικό τόσο των σαπουνιών όσο και των κεριών της εποχής, γι’ αυτό και οι έμποροι συνήθως έφτιαχναν και πουλούσαν και τα δύο. Προσθέτοντας αλάτι στο τέλος της διαδικασίας βρασμού του σαπουνιού μπορούσαν να παράγουν σκληρές, εύκολα μεταφερόμενες πλάκες, τις οποίες αρωμάτιζαν με λεβάντα, γωλθερία ή κάρο.
Κατά παράδοση, τα σαπούνια της νότιας Ευρώπης γίνονταν από ελαιόλαδο. Οι σαπωνοποιοί σε ψυχρότερα κλίματα συνέχιζαν να χρησιμοποιούν ζωικό λίπος. Μερικοί μάλιστα κατέφευγαν σε ιχθυέλαια. Αν και αυτά τα σαπούνια ήταν κατάλληλα για την μπουγάδα, δεν ήταν και τόσο ευχάριστα για το μπάνιο! Τα λίπη και τα έλαια, όμως, αποτελούν μόνο ένα μέρος της ιστορίας του σαπουνιού.
Το άλκαλι που απαιτείται για τη σαπωνοποιία παραγόταν εδώ και αιώνες από τις στάχτες συγκεκριμένων φυτών, μεταξύ των οποίων ήταν και φύκια. Στην Ισπανία έκαιγαν το φυτό σαλσόλα, παράγοντας μια αλκαλική στάχτη που την ονόμαζαν μπαρίγια. Συνδυάζοντάς την με ελαιόλαδο τοπικής παραγωγής έφτιαχναν λευκό σαπούνι υψηλής ποιότητας που το αποκαλούσαν σαπούνι Καστίλης.
Το 18ο αιώνα αυξήθηκε παγκοσμίως η ζήτηση της ποτάσας η οποία χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή σαπουνιού, γυαλιού και πυρίτιδας.* Το 1790 περίπου, ο Νικολά Λεμπλάν, Γάλλος χειρουργός και χημικός, επινόησε μια διαδικασία για την παραγωγή αλκαλίου από το κοινό αλάτι. Αργότερα, οι χημικοί κατάφεραν να παραγάγουν καυστικό ανθρακικό νάτριο από την άλμη. Αυτές οι εξελίξεις άνοιξαν το δρόμο για τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής σαπουνιού.

 

Σύγχρονη εποχή

Τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν εποχή σημαντικών μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίστηκαν από προσπάθειες για την επιμόρφωση των ανθρώπων γύρω από ζητήματα υγείας και υγιεινής. Ωστόσο, το σαπούνι εκείνης της εποχής ήταν ακόμη κατά κύριο λόγο μια αποκρουστική καφέ μάζα με κηλίδες από υπολείμματα ακατέργαστου αλκαλίου το οποίο ερέθιζε το δέρμα. Συνέχιζε να είναι χειροποίητο, έβραζε απλώς σε καζάνια. Έφτανε στα χέρια του κόσμου με τη μορφή πλακών χωρίς ετικέτα, οι οποίες έπρεπε να κοπούν σε διάφορα μεγέθη από τον παντοπώλη και να πουληθούν με το κιλό.
Μερικά σαπούνια έκαναν πολύ αφρό αλλά έβγαζαν σταγόνες λαδιού που λάδωναν τα δάχτυλα, και με τον καιρό γίνονταν δύσοσμα. Οι παραγωγοί, ολοένα και πιο ευαίσθητοι στις απαιτήσεις του κοινού, άρχισαν να χρησιμοποιούν πρόσθετα όπως η κιτρονέλλα για να καλύπτουν την αποκρουστική μυρωδιά με ευχάριστο άρωμα που θύμιζε λεμόνι.
Τα πράγματα επρόκειτο να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο. Τα σαπούνια από φυτικά έλαια, τα οποία είχαν πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά, έγιναν δημοφιλή. Η επανάσταση στις μεταφορές διευκόλυνε την πρόσβαση των σαπωνοποιών σε άφθονες πηγές πολυτελών συστατικών. Η Δυτική Αφρική ήταν η πατρίδα του ελαιοφοίνικα, και μια βουτυρώδης ουσία με έντονο χρώμα η οποία εξαγόταν από το σαρκώδη καρπό του έγινε ένα από τα βασικά συστατικά των σαπουνιών και των καλλυντικών. Από τα νησιά του Ειρηνικού ερχόταν η κόπρα, η αποξηραμένη σάρκα της καρύδας από την οποία εξάγεται το λάδι του κοκκοφοίνικα. Με τα εξωτικά συστατικά που προέρχονταν από μακρινά μέρη, η εικόνα του σαπουνιού άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο.
Οι παραγωγοί έλαβαν υπόψη τους τη φυσική επιθυμία για καθαριότητα. Οι καταναλωτές έπρεπε να πειστούν ότι το σαπούνι ήταν απαραίτητο. Οι διαφημιστές άρχισαν σύντομα να συνδέουν αυτά τα προϊόντα και τα αποτελέσματά τους με πράγματα όπως το μέλι, το φως του ήλιου και το χιόνι. Άλλοι χρησιμοποιούσαν διάσημα έργα τέχνης δίνοντας στις διαφημίσεις τους, και στο σαπούνι, εξευγενισμένο και εκλεπτυσμένο χαρακτήρα. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το σαπούνι ήταν ήδη ένα προϊόν που πουλιόταν σε όλο τον κόσμο. Τροφοδοτούσε τη βιομηχανία της διαφήμισης. Το 1894, σλόγκαν που προωθούσαν το σαπούνι εμφανίζονταν ακόμη και στο πίσω μέρος γραμματοσήμων στη Νέα Ζηλανδία. Τώρα το σαπούνι είχε αποκτήσει καλή φήμη.
Μέχρι την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης η σαπωνοποιία ήταν κλάδος σχετικά μικρής κλίμακας και τα παραγόμενα σαπούνια ήταν "σκληρά". Το 1789, όμως, ο Άντριου Πίαρς (Andrew Pears) παρασκεύασε στο Λονδίνο ένα σχεδόν διάφανο σαπούνι, ενώ ο γαμπρός του Τόμας Μπάρατ (Thomas J. Barratt) ίδρυσε το 1862 εργοστάσιο σαπουνιών στο Άιλγουερθ (Isleworth). Ακολούθησαν και άλλοι κατασκευαστές τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες και υιοθετήθηκαν νέες πρακτικές προώθησης του προϊόντος, όπως του Μπέντζαμιν Μπάμπιτ (Benjamin T. Babbitt) που διένειμε δωρεάν δείγματα των σαπουνιών του. Οι αδελφοί Ουίλιαμ και Τζέιμς Λέβερ δημιούργησαν το 1886 μια μικρή βιομηχανία σαπουνιών με την επωνυμία "Lever Brothers", η οποία υπάρχει και σήμερα - από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές του χώρου - υπό την επωνυμία "Unilever". Η εταιρεία αυτή υπήρξε πρωτοπόρος ως προς την ανάληψη μεγάλων εκστρατειών διαφήμισης και προώθησης των προϊόντων της.
Με το χρόνο τα σαπούνια εξελίχτηκαν αποκτώντας χρώμα και αρωματίστηκαν (μερικές φορές με πολύ έντονα αρώματα), ενώ κυκλοφορούν σήμερα και υπό μορφή υγρού (υγρό σαπούνι).
Η βιομηχανική παραγωγή σαπουνιού από ελαιόλαδο ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1870. Μέχρι το 1960, η χώρα μας παρήγαγε ετησίως 20.000 τόνους σαπουνιών τουαλέτας. Τα περισσότερα από αυτά εξάγονταν στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής. Μετά την περίοδο αυτή, εισήχθησαν τα νέα συνθετικά, φθηνότερα (χημικά) σαπούνια και απορρυπαντικά και τα παραδοσιακά, (φυσικά) σαπούνια από ελαιόλαδο έχασαν ένα μεγάλο μέρος του μεριδίου τους στην αγορά.
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται και σήμερα αρκετές εταιρείες παραγωγής σαπουνιών όπως η Ελαϊδα στη Λάρισα από το 1913 καθώς και άλλοι (Παπουτσάνης, Γ. Μαλικούτης - "Αρκάδι" κτλ.) ενώ μια από τις πλέον γνωστές στην εποχή της εταιρεία ήταν η "Αλεπουδέλης", ιδιοκτησία της οικογένειας του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.


Σύγχρονη παραγωγή

Η βιομηχανική παραγωγή τα παλιά χρόνια περιλάμβανε το βράσιμο των συστατικών σε τεράστια ανοιχτά καζάνια. Ένας έμπειρος χειριστής έλεγχε τη διαδικασία ανακατεύοντάς τα. Από τον τρόπο με τον οποίο γλιστρούσε το σαπούνι από το ζεστό αναδευτήρα μπορούσε να κρίνει αν χρειαζόταν να αλλάξει κάτι στα συστατικά ή στη διαδικασία.
Σήμερα η σαπωνοποιία περιλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, τρία στάδια. Το πρώτο είναι η σαπωνοποίηση, η οποία περιλαμβάνει την αντίδραση διαφόρων ελαίων ή λιπών με άλκαλι για την παραγωγή καθαρού σαπουνιού και γλυκερίνης σε ένα μείγμα που έχει περιεκτικότητα περίπου 30 τοις εκατό νερό. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό το στάδιο εξακολουθεί να επιτελείται με βρασμό σε καζάνια, αλλά οι πιο σύγχρονοι παραγωγοί σαπουνιού χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα σαπωνοποίησης. Το δεύτερο στάδιο είναι η ξήρανση μέσω θερμότητας, κενού αέρος και ψεκασμού που μετατρέπει το καθαρό σαπούνι σε κόκκους οι οποίοι περιέχουν μόλις 12 περίπου τοις εκατό νερό. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο είναι η τελική επεξεργασία. Οι κόκκοι αναμειγνύονται με άρωμα, χρώμα και άλλα πρόσθετα που θα κάνουν το σαπούνι ξεχωριστό και αρωματικό. Μια πρέσα σαπουνιού διαμορφώνει τις πλάκες με το χαρακτηριστικό τους σχήμα και τη σφραγίδα τους. Οι απαιτήσεις των καταναλωτών σήμερα επιβάλλουν ολοένα και περισσότερο σαπούνια οικιακής χρήσης με αρώματα φρούτων και εκχυλίσματα βοτάνων, κάνοντας τη χρήση του σαπουνιού μια «φυσική», πιο αναζωογονητική εμπειρία!
Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο στην κατανόηση της χημείας των απορρυπαντικών και την επανάσταση που έφερε η παραγωγή τους, το παραδοσιακό σαπούνι έχει διατηρήσει τη δημοτικότητά του.


Πηγές:


Σχόλια